- επιρρυώ
- ἐπιρρυῶ, -έω (Α)ρέω άφθονα, πλημμυρίζω, ξεχειλίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. ρυ- (πρβλ. ρυήσομαι, ερρύην) τού ρέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιρρύω — ἐπιρρύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιρρύσασα ἐπιθεμένη, ἐπιστάξασα» … Dictionary of Greek